καπριτσιόζικος

καπριτσιόζικος
καπριτσιόζικος, -η, -ο και καπριτσόζικος, -η, -ο
αυτός που έχει ή εκδηλώνει καπρίτσια, πεισματάρικος: Είναι καπριτσιόζικη γυναίκα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καπριτσ(ι)όζος — α, ικο ο καπριτσιόζικος, ο πεισματάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capriccioso < capra «κατσίκι, τρελοκάτσικο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”